Βαλαωρίτη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Βαλαωρίτη < γενική ενικού του αρσενικού Βαλαωρίτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Valaoriti
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Βαλαωρίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Βαλαωρίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.