Αττίλας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Αττίλας < Ἀττίλας < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως τουρκοβουλγαρικής ρίζας, που όμως πιθανόν να τροποποιήθηκε από τους Γότθους και τους Βυζαντινούς, και που εικάζεται πως σήμαινε "ξακουστός" ή "ηγέτης" ή πατέρας" ή "μεγάλος"

Κύριο όνομα

Η επέκταση των Ούνων επί Αττίλα.

Αττίλας αρσενικό

  • ηγέτης των Ούννων κατά τον 5ο μ.Χ. αιώνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.