Αρχιμήδης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Αρχιμήδης < αρχαία ελληνικά Ἀρχιμήδης

Κύριο όνομα

Αρχιμήδης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. μεγάλος μαθηματικός και φυσικός της αρχαιότητας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.