Αποστόλου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

Αποστόλου < λόγια γενική ενικού του ανδρικού ονόματος Απόστολος (βλ. παρακάτω)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈsto.lu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αποστόλου

Κύριο όνομα

Αποστόλου αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

Ετυμολογία 2

Αποστόλου < κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Αποστόλου αρσενικό

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.