Αποστόλου
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈsto.lu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐πο‐στό‐λου
Μεταγραφές
Ετυμολογία 2
- Αποστόλου < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Αποστόλου αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.