Αμπούζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αμπούζα | ||
| γενική | της | Αμπούζας | ||
| αιτιατική | την | Αμπούζα | ||
| κλητική | Αμπούζα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αμπούζα < → λείπει η ετυμολογία
-
Αμπούζα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.