Αγιορείτη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Αγιορείτη < γενική ενικού του αρσενικού Αγιορείτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Agioreiti
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Αγιορείτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αγιορείτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.