Αβορίγινες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Αβορίγινες < Aborigines < λατινική ab + origine (εξαρχής) Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Αβορίγινες

Σημειώσεις

  • (παλαιότερη σημασία) οι γηγενείς, οι αυτόχθονες κάτοικοι οποιασδήποτε χώρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.