Ίνκας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ίνκας < ξενική λέξη από την γλώσσα των Κουετσούα (άρχοντας, βασιλιάς)

Κύριο όνομα

Το Μάτσου Πίτσου "Η χαμένη πόλη των Ίνκας"

Ίνκας αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο (και Ίνκα)

  1. αρχαίος πολιτισμός και μια αυτοκρατορία της Νότιας Αμερικής
  2. μέλος μίας από της φυλές Κουετσούα, που κατοικεί στο ορεινό Περού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.