öpmek

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

öpmek < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική

Προφορά

ΔΦΑ : /ɶpˈmec/
τυπογραφικός συλλαβισμός: öpmek

Ρήμα

öpmek (tr)

  1. φιλώ, ακουμπώ τα χείλη μου με τρυφερότητα σε κάποιον, δίνω ένα φιλί, ασπάζομαι
    Niko'yu öptüm. - Φίλησα τον Νίκο.

Κλίση

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.