immigrant

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

immigrant (en)

  1. ο μετανάστης, αυτός που έρχεται να εγκατασταθεί στη χώρα (τη στιγμή που το κάνει)

Αντώνυμα

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Ουσιαστικό

immigrant (fr) αρσενικό

  1. ο μετανάστης, αυτός που έρχεται να εγκατασταθεί στη χώρα (τη στιγμή που το κάνει)

Συγγενικά

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.