éditorial

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.di.tɔ.ʁjal/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό éditorial éditoriaux
θηλυκό éditoriale éditoriales

éditorial (fr)

  1. εκδοτικός, σχετικός μια έκδοση

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
éditorial éditoriaux

éditorial (fr) αρσενικό

  1. άρθρο εφημερίδας ή περιοδικού, φτιαγμένο από τον διευθυντή της/του, που εκφράζει ή ορίζει τις γενικές γραμμές της/του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.