échafaud
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| échafaud | échafauds |
Ουσιαστικό
échafaud (fr) θηλυκό
- το βήμα πάνω στο οποίο γίνονται οι εκτελέσεις καταδικασμένων (λέγεται για την λαιμητόμο)
- finir sur l'échafaud - τελειώνω τις μέρες μου πάνω στη λαιμητόμο
- monter à l'échafaud - ανεβαίνω για να εκτελεστώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.