tiré à quatre épingles

Γαλλικά (fr)

 γένος       ενικός         πληθυντικός  
αρσενικό tiré à quatre épingle tirés à quatre épingle
θηλυκό tirée à quatre épingle tirées à quatre épingle

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις tiré, tirer, à, quatre και épingle. Κυριολεκτικά: τεντωμένος με τέσσερις καρφίτσες, μεταφορικά: άψογα στερεωμένος, όπως για ύφασμα καλά τεντωμένο και ατσαλάκωτο

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.ʁe a katʁ e.pɛ̃ɡl/

Έκφραση

tiré à quatre épingles (fr)

  1. (μόδα) που είναι πάρα πολύ κομψός/κομψή, καλοντυμένος
  2. (για ένδυμα) πολύ ajusté, πολύ στενό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.