zawody
Πολωνικά (pl)
Ουσιαστικό
zawody (pl) ουδέτερο στον πληθυντικό
- ο αγώνας, οι αγώνες, η οργανωμένη αθλητική αναμέτρηση
- ο διαγωνισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.