w ogóle

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

w ogóle <  δείτε τις λέξεις w και ogół

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈv‿ɔɡulɛ/
 

Πολυλεκτικός όρος

w ogóle (pl) άκλιτο

  1. (σε καταφατικές κυρίως προτάσεις) γενικά
     συνώνυμα: ogólnie
  2. (σε αρνητικές προτάσεις) καθόλου
     συνώνυμα: wcale

Σημειώσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.