vino

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

vino (bs) ουδέτερο



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

vino < vin- + -o

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική vinovinoj
αιτιατική vinonvinojn

vino (eo)

vino blanka - άσπρο κρασί
vino rozea - ροζέ κρασί
vino ruĝa - κόκκινο κρασί
vino dolĉa - γλυκό κρασί
vino maldolĉa - ξηρό κρασί



Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

vino (es)



Ιταλικά (it)

ενικός πληθυντικός
vino vini

Ετυμολογία

vino < λατινική vinum

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvi.no/
 

Ουσιαστικό

vino (it) αρσενικό



Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

vino (hr) ουδέτερο



Ναπολιτάνικα (nap)

Ουσιαστικό

vino



Ρουμανικά (ro)

Ρηματικός τύπος

vino (ro)



Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

vino (sl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.