twaddict
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| twaddict | twaddicts |
Ουσιαστικό
twaddict (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) κάποιος που εμφανίζει μεγάλη εξάρτηση, όχι όμως παθολογική, από το δίκτυο τουίτερ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.