tutor
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| tutor | tutors |
Ουσιαστικό
tutor (en)
- (επάγγελμα) κάποιος που διδάσκει έναν μόνο ή μια μικρή ομάδα μαθητών, ιδιαίτερος δάσκαλος, φροντιστής, προγυμναστής
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- tutor < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
A' συζυγία (αποθετικό) (tutor, tutatus sum, tutari)
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.