transfuge

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

transfuge < λατινική transfuga

Προφορά

ΔΦΑ : /tʁɑ̃sfyʒ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
transfuge transfuges

transfuge (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) ο λιποτάκτης
  2. ο αυτόμολος

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
transfuge transfuges

transfuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • αποστάτης ενός πολιτικού κόμματος και, γενικότερα, αυτός που εγκαταλείπει τις ιδέες του και ασπάζεται τις ιδέες ενός αντιπάλου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.