traditionalisme

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

traditionalisme < traditionaliste

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
traditionalisme traditionalismes

traditionalisme (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) θεωρία κατά την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει κάτι παρά μόνο μέσω της παράδοσης της Εκκλησίας
  2. δόγμα που επιδιώκει την επιστροφή στις καθολικές παραδόσεις (λατινική γλώσσα, λειτουργία, κλπ.)
     δείτε τη λέξη  intégrisme
  3. (φιλοσοφία) η παραδοσιαρχία, η παραδοσιοκρατία
  4. η αφοσίωση στην παράδοση
     συνώνυμα: conformisme, conservatisme

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.