touchstone

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
touchstone touchstones

Ουσιαστικό

touchstone (en)

  1. σκληρή πέτρα τριβής κραμάτων για έλεγχο ποιότητας· πέτρα σιδηρουργικών δοκιμών· πέτρα σιδηρουργείου
  2. (μεταφορικά) θεμέλιος λίθος, βάση
  3. (μεταφορικά) πρότυπο σύγκρισης και εκτίμησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.