touchstone
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| touchstone | touchstones |
Ουσιαστικό
touchstone (en)
- σκληρή πέτρα τριβής κραμάτων για έλεγχο ποιότητας· πέτρα σιδηρουργικών δοκιμών· πέτρα σιδηρουργείου
- (μεταφορικά) θεμέλιος λίθος, βάση
- (μεταφορικά) πρότυπο σύγκρισης και εκτίμησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.