throughput

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

throughput < 1808, σκοτική αργκό: throughput με την σημασία: «ενέργεια, δραστηριότητα» < through + put

βιομηχανική σημασία από το 1915

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθruːˌpʊt/

Ουσιαστικό

throughput (en) μόνο ενικός

  1. διεκπεραιωτικότητα
  2. (πληροφορική) διεκπεραιωτική ικανότητα, διαμεταγωγή, παροχέτευση

Σύνθετα

  • high-throughput screening
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.