bandwidth
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbændwɪdθ/ & /ˈbændwɪtθ/
Ουσιαστικό
bandwidth (en)
- (τηλεπικοινωνίες) εύρος ζώνης, ζωνικό εύρος [1]
- κατώφλι συμπίεσης - πύκνωσης ψηφιακού ή γενικότερα συχνοτικού παλμού πριν η μεταδιδόμενη πληροφορία αρχίσει να καταστρέφεται (να χάνεται μέσα στον θόρυβο)
- βέλτιστο συχνοτικό εύρος απόδοσης πληροφοριακού φορέα/αγωγού/μέσου μετάδοσης
- σύχνευρος, συχνόευρος
- (δίκτυο υπολογιστών) εύρος ζώνης (βλ. και bitrate)
-
bandwidth στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- «εύρος ζώνης», «ζωνικό εύρος» από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.