thing

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
thing things

Ουσιαστικό

thing (en)

  1. το πράγμα, ένα γεγονός, μια κατάσταση ή μια πράξη
    The same thing has happened twice already.
    Το ίδιο πράγμα έχει συμβεί δυο φορές ήδη.
  2. αυτά που λέει ή σκέφτεται κάποιος
    She was always saying the best things about you.
    Έλεγε πάντα τα καλύτερα λόγια για σένα.
  3. (στον πληθυντικό) τα πράγματα που ανήκουν σε κάποιον
  4. πρόβλημα, δίλημμα

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.