synchronization

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

synchronization (en)

  1. συγχρονισμός
  2. (δίκτυο υπολογιστών) συγχρονισμός[1]
    συντομογραφία: SYN[1]

Αναφορές

  1. από αναζήτηση « synchronization» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.