stopa
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstɔpa/
- ⓘ
Ουσιαστικό
stopa (pl) θηλυκό
- το πόδι με τις έννοιες
- το ακραίο μέρος του ανθρώπινου ποδιού που βρίσκεται κάτω από τον αστράγαλο
- μονάδα μήκους που υποδιαιρείται σε 12 ίντσες και ισούται με 0,30479 μέτρα
- ομάδα συλλαβών σε ένα στίχο που ακολουθούν ένα ποιητικό μέτρο
- το πεντάλ του μπάσου τύμπανου στα ντραμς
- (μεταφορικά) το επίπεδο, η ποιότητα
Εκφράσεις
- żyć na wysokiej stopie: ζω την/κάνω μεγάλη ζωή
Συγγενικά
- podstopnica
- stopaż
- stopień
- stopka
- stopowy
- stópka
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.