stopa

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɔpa/
 

Ουσιαστικό

stopa (pl) θηλυκό

  1. το πόδι με τις έννοιες
    • το ακραίο μέρος του ανθρώπινου ποδιού που βρίσκεται κάτω από τον αστράγαλο
    • μονάδα μήκους που υποδιαιρείται σε 12 ίντσες και ισούται με 0,30479 μέτρα
    • ομάδα συλλαβών σε ένα στίχο που ακολουθούν ένα ποιητικό μέτρο
  2. το πεντάλ του μπάσου τύμπανου στα ντραμς
  3. (μεταφορικά) το επίπεδο, η ποιότητα

Εκφράσεις

  • żyć na wysokiej stopie: ζω την/κάνω μεγάλη ζωή

Συγγενικά

  • podstopnica
  • stopaż
  • stopień
  • stopka
  • stopowy
  • stópka
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.