stan

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

stan (pl) αρσενικό

  1. η κατάσταση, οι συνθήκες και η γενική μορφή
  2. (διοικητικός όρος) η πολιτεία

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι
  • stan wyjątkowy
  • stan wojenny



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

stan (cs) αρσενικό

  1. η σκηνή (κατασκευή από ύφασμα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.