slaver

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό 1
slaver (en)
- δουλέμπορος, σκλαβέμπορος
- άτομο που κανονίζει δουλεμπορικές συμφωνίες ή γενικότερα που βοηθά στην δουλεμπορία
- δουλοκτήτης, ιδιοκτήτης σκλάβων
- δουλεμπορικό - σκλαβεμπορικό πλοίο

Ουσιαστικό 2
slaver (en)
- σάλια που τρέχουν από το στόμα
- slaver: υπερεπιθυμία, υπερθαυμασμός
- υπερβολική και δουλοπρεπής κολακεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.