slaver

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό 1

slaver (en)

  1. δουλέμπορος, σκλαβέμπορος
    • άτομο που κανονίζει δουλεμπορικές συμφωνίες ή γενικότερα που βοηθά στην δουλεμπορία
  2. δουλοκτήτης, ιδιοκτήτης σκλάβων
  3. δουλεμπορικό - σκλαβεμπορικό πλοίο

Ουσιαστικό 2

slaver (en)

  1. σάλια που τρέχουν από το στόμα
    • slaver: υπερεπιθυμία, υπερθαυμασμός
  2. υπερβολική και δουλοπρεπής κολακεία

Ρήμα

slaver (en)

  1. τρέχουν σάλια από το στόμα
    • slaver, slaver over: εκδηλώνω υπερεπιθυμία, υπερθαυμασμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.