similar

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός similar
συγκριτικός more similar
υπερθετικός most similar

Επίθετο

similar (en)

  1. όμοιος, παρόμοιος, που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με κάποιον άλλο αλλά όχι ακριβώς τα ίδια
    The two pictures are very similar.
    Οι δυο πίνακες είναι πολύ όμοιοι.
    It’s similar to gold in color.
    Είναι όμοιο με το χρυσάφι στο χρώμα.
    We have similar tastes in music.
    Έχουμε όμοια/παρόμοια γούστα στη μουσική.
    Gold is similar to bronze in color.
    Ο χρυσός είναι παρόμοιος με τον μπρούντζο στο χρώμα.
     συνώνυμα:  alike, comparable και same
  2. (μαθηματικά) όμοιος (για τρίγωνα)

Συγγενικά

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

similar (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.