self-pity

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

self-pity < self- + pity. (μαρτυρείται από το 1604)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌselfˈpɪt.i/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌselfˈpɪt̬.i/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

self-pity (en) (μη μετρήσιμο) (κακόσημο)

  1. η αυτολύπηση
      2020 Matt Haig (Ματ Χέιγκ), The Midnight Library [Μεσάνυχτα στη Βιβλιοθήκη] (2020), The Chessboard. [μυθιστόρημα] σελ.62. ISBN 978-1-78689-270-6
    […] That is just me. I add nothing. I am wallowing in self-pity. I want to die.
    Απλά αυτή είμαι. Δεν προσφέρω τίποτα. Βυθίζομαι στην αυτολύπηση. Θέλω να πεθάνω.
    Απόδοση: το Βικιλεξικό.
  2. η μεμψιμοιρία

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη self-
  • self-pitying
  • self-pityingly

Αναφορές

  1. self-pity - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.