scriptorium

Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

scriptorium (la) Λέξη της μεσαιωνικής λατινικής.

  • μορφή γραφής πάνω σε κερί
  • σκριπτόριο(ν), το. Εργαστήριο γραφής, ειδικό δωμάτιο ή αίθουσα προορισμένο και εξοπλισμένο για χρήση από γραφείς, ιδιαίτερα σε μοναστήρια όπου γράφονταν εξ αρχής ή αντιγράφονταν, εικονογραφούν και κοσμούνταν μεσαιωνικά ή αρχαία (ελληνικά ή λατινικά) χειρόγραφα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.