scarificateur

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
scarificateur scarificateurs

Ουσιαστικό

scarificateur (fr) αρσενικό

  • εργαλείο κηπουρικής που ανοίγει μικρές τρύπες στο έδαφος για να επιτρέψει τον αερισμό του ή το εύκολο πέρασμα της βροχής

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.