saturate

Αγγλικά (en)

Ρήμα

saturate (en)

  1. γεμίζω, κορεννύω
  2. διαποτίζω με χρώμα, διαποτίζω χρωματικά
    • το λέμε και για αποχρώσεις ίδιας φωτεινότητας που απομακρύνονται από το γκρι αλλά τείνουν προς το εντονότερο χρώμα της συγκεκριμένης γκάμας [αμετάβλητης] φωτεινότητας (ένα άτομο που πάσχει από αχρωματοψία, κανονικά θα πρέπει να μην διαχωρίζει τις μεταβολές χρωματικού κορεσμού/saturation [στην πράξη κάποιες λιγοστές φορές δύναται να αντιλαμβάνεται την διαφορά, διότι δεν βλέπουν όλοι οι άνθρωποι απολύτως όμοια])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.