salute

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

salute (en)

  • χαιρετισμός (κίνηση με το χέρι προς τιμήν κάποιου, πχ στρατιωτικός χαιρετισμός)
  • (μεταφορικά) απόδοση τιμής με οποιοδήποτε τρόπο

Ρήμα

salute (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.