república

Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
república repúblicas

Ετυμολογία

república < λατινική res publica, με την έννοια των δημοσίων υποθέσεων

Ουσιαστικό

república (es)

  • (πολιτική) η δημοκρατία (το κράτος που έχει δημοκρατικό πολίτευμα)



Πορτογαλικά (pt)

ενικός πληθυντικός
república repúblicas

Ετυμολογία

república < λατινική res publica, με την έννοια των δημοσίων υποθέσεων

Ουσιαστικό

república (pt)

  • (πολιτική) η δημοκρατία (το κράτος που έχει δημοκρατικό πολίτευμα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.