αδιαφήμιστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αδιαφήμιστα < αδιαφήμιστος

Επίρρημα

αδιαφήμιστα

έκαναν τόση δουλειά, αδιαφήμιστα και αλτρουιστικά!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.