processionnaire
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| processionnaire | processionnaires |
Επίθετο
processionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) λέγεται για λεπιδόπτερα που μετακινούνται σαν σε λιτανεία, το ένα πίσω από το άλλο, κατά μήκος μιας μεταξωτής κλωστής που αφήνει το πρώτο απ' αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη procession
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.