plugin
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| plugin | plugins |
plugin (en)
- (πληροφορική) πρόσθετο, λογισμικό που προσθέτει δυνατότητες σε ένα άλλο πρόγραμμα στο οποίο ενσωματώνεται
- plug-in
Συνώνυμα
- addin
- addon
-
plugin στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.