plug and play

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

plug and play <  δείτε τις λέξεις plug και play

Έκφραση

plug and play (en)

  • (πληροφορική) η αυτόματη αναγνώριση και διάρθρωση νέου υλισμικού (hardware) (χωρίς την χρήση DIP switches και pin jumpers)
      Some plug and play devices may come with additional software that is not required to be installed, but may provide additional functionality if installed [1]
    Κάποιες συσκευές plug and play ενδέχεται να συνοδεύονται από πρόσθετο λογισμικό που δεν απαιτείται στην εγκατάσταση, αλλά ενδέχεται να παρέχει πρόσθετη λειτουργικότητα εάν είναι εγκατεστημένο (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
      Today, DIP switches are less common because most computers utilize plug and play, so hardware no longer requires manual configuration [2]
    Σήμερα, οι διακόπτες DIP είναι λιγότερο συνηθισμένοι επειδή οι περισσότεροι υπολογιστές χρησιμοποιούν plug and play, οπότε το υλικό δεν απαιτεί πλέον χειροκίνητη διαμόρφωση (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
    συντομογραφία: PnP

Αναφορές

  1. (αγγλικά) PnP. Πρόσβαση 2021-05-15.
  2. (αγγλικά) DIP switch. Πρόσβαση 2021-05-15.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.