pi

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

pi (en)



Αλβανικά (sq)

Ρήμα

pi (sq)



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

pi (fr) θηλυκό άκλιτο


Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

pi (pt) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) ο αριθμός π



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

pi (pl) ουδέτερο

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: πι
  2. (μαθηματικά) ο αριθμός π
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.