pi
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
pi
(en)
(
μαθηματικά
)
ο
αριθμός π
Αλβανικά
(sq)
Ρήμα
pi
(sq)
πίνω
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
pi
(fr)
θηλυκό
άκλιτο
(
μαθηματικά
)
ο
αριθμός π
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
pi
(pt)
θηλυκό
(
μαθηματικά
)
ο
αριθμός π
Πολωνικά
(pl)
Ουσιαστικό
pi
(pl)
ουδέτερο
το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου:
πι
(
μαθηματικά
)
ο αριθμός
π
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.