phablet
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfæblɪt/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| phablet | phablets |
phablet (en)
- (νεολογισμός, τηλεπικοινωνίες) κινητή συσκευή που το μέγεθός της είναι μεγαλύτερο από ένα κοινό έξυπνο κινητό τηλέφωνο και μικρότερο από μία ταμπλέτα (tablet)
Υπερώνυμα
-
phablet στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.