pez

Ισπανικά (es)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpeθ/ (Ισπανία) /ˈpes/ (Λατινική Αμερική)

Ετυμολογία 1

pez < παλαιά ισπανική pez < λατινική piscis

Ουσιαστικό

pez (es) αρσενικό

  1. (ιχθυολογία) το ψάρι
  2. ((ανεπίσημο), υβριστικό) βλάκας, ηλίθιος

Σημειώσεις

  • η λέξη pez χρησιμοποιείται αναφορικά με ζωντανό ψάρι, σε αντίθεση με τη λήξη pescado, που χρησιμοποιείται ένα ψάρι που έχει ψαρευτεί, μαγειρευτεί, σερβίρεται ως φαγητό κ.λπ.

Ετυμολογία 2

pez < παλαιά ισπανική pez < λατινική picem

Ουσιαστικό

pez (es) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.