petty

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός petty
συγκριτικός pettier
υπερθετικός pettiest

Επίθετο

petty (en)

  • μικροπρεπής, νοιάζομαι πάρα πολύ για μικρά και ασήμαντα θέματα, ειδικά όταν αυτό είναι αγενές με άλλους ανθρώπους
    She can be very petty in her spite.
    Γίνεται μικροπρεπής όταν πεισμώσει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη mean

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.