perfidy

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

perfidy (en)

  1. απιστία, προδοσία, η παραβίαση όρκου, υπόσχεσης
  2. η παραπλανητική χρήση από εμπολέμους της σημαίας του Ερυθρού Σταυρού, πράξη που θεωρείται έγκλημα πολέμου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.