outing
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| outing | outings |
Ουσιαστικό
outing (en)
- η εκδρομή, ένα ταξίδι που πηγαίνω για αναψυχή ή εκπαίδευση, συνήθως με μια ομάδα ανθρώπων και δεν διαρκεί περισσότερο από μία ημέρα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.