osé
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | osé | osés |
| θηλυκό | osée | osées |
osé (fr)
- τολμηρός
- (κατ’ επέκταση) « τολμηρός », που μπορεί να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των άλλων
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.