osé

Γαλλικά (fr)


Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό osé osés
θηλυκό osée osées

osé (fr)

  1. τολμηρός
  2. (κατ’ επέκταση) « τολμηρός », που μπορεί να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των άλλων


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.