one-way
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌwʌnˈweɪ/
Επίθετο
one-way (en) (χωρίς παραθετικά)
- μονής κατεύθυνσης, που επιτρέπει τη διέλευση ή ταξιδεύει - κινείται προς μια κατεύθυνση
- ↪ one-way street - μονόδρομος
- ↪ We cannot drive down this street. There's a one-way sign!
- Δεν μπορούμε να περάσουμε από αυτόν τον δρόμο. Υπάρχει μια πινακίδα μονής κατεύθυνσης!
- απλή μετάβαση
- ↪ a one-way flight - μια πτήση απλής μετάβασης
- ≠ αντώνυμα: round-trip
Πολυλεκτικοί όροι
- one-way street
- one-way ticket
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.