ona

Κροατικά (hr)

Αντωνυμία

ona (hr)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

ona (pl)

  1. αυτός, στην ονομαστική του ενικού του θηλυκού γένους



Σερβικά (sr)

Αντωνυμία

ona (sr)

  • λατινική γραφή του она



Σερβοκροατικά (sh)

Αντωνυμία

ona (sh)



Σλοβακικά (sk)

Αντωνυμία

ona (sk)



Σλοβενικά (sl)

Αντωνυμία

ona (sl)



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

ona (cs)

  1. αυτός, στην ονομαστική του ενικού του θηλυκού γένους
  2. αυτός, στην ονομαστική του πληθυντικού όταν περιλαμβάνονται μόνο θηλυκού γένους πρόσωπα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.