ona
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Τσεχικά (cs)
Προφορά
- ⓘ
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
ona (cs)
- αυτός, στην ονομαστική του ενικού του θηλυκού γένους
- αυτός, στην ονομαστική του πληθυντικού όταν περιλαμβάνονται μόνο θηλυκού γένους πρόσωπα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.