obsolescence
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
obsolescence (en)
Εκφράσεις
- planned obsolescence : προγραμματισμένη φθορά, προγραμματισμένη απαξίωση (για προϊόντα που σχεδιάζονται επί τούτου να έχουν μικρή διάρκεια ζωής ώστε να αυξάνεται η κατανάλωση)
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
obsolescence (fr) θηλυκό
- η βαθμιαία αχρήστευση ενός αντικειμένου, όχι λόγω της τακτικής χρήσης του αλλά λόγω της τεχνικής προόδου, των συνηθειών των ανθρώπων, της μόδας και άλλων παραμέτρων ανεξαρτήτων του ίδιου του αντικειμένου
Συγγενικά
- obsolescent
- obsolète
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.