nonvolatile
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- nonvolatile < non- + volatile
Επίθετο
nonvolatile (en)
- μη πτητικός
- (πληροφορική) (για μνήμη) μη πτητικός: μνήμη (ηλεκτρονικής συσκευής, υπολογιστή, κλπ.) που δεν χάνει το περιεχόμενό της με την διακοπή της ηλεκτρικής τροφοδοσίας (βλ. μη πτητική μνήμη)
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
-
nonvolatile στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.