nonvolatile

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

nonvolatile < non- + volatile

Επίθετο

nonvolatile (en)

  1. μη πτητικός
  2. (πληροφορική) (για μνήμη) μη πτητικός: μνήμη (ηλεκτρονικής συσκευής, υπολογιστή, κλπ.) που δεν χάνει το περιεχόμενό της με την διακοπή της ηλεκτρικής τροφοδοσίας (βλ. μη πτητική μνήμη)

Αντώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • nonvolatile στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.